- αύρα
- I
Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων.1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός έρωτας που αισθάνθηκε γι’ αυτήν ο Διόνυσος υπήρξε η αιτία της κακοτυχίας της. Επειδή δεν κατόρθωσε να τη συγκινήσει, ζήτησε τη βοήθεια της Αφροδίτης, η οποία της πήρε το λογικό και τότε παραδόθηκε στον Διόνυσο. Από την ένωση αυτή γεννήθηκαν δίδυμα, που στον παραλογισμό της τα κατασπάραξε και ύστερα έπεσε στον ποταμό Σαγγάριο. Τότε ο Δίας τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε πηγή. Ένα από τα δίδυμα της Α. ήταν ο Ίναχος.2. Νύμφη που εκπροσωπεί τον πρωινό άνεμο.3. Θεά των Ρωμαίων, συριακής καταγωγής.4. Ένα από τα 50 σκυλιά του Ακταίωνα, που κατασπάραξαν τον κύριό τους.5. Περίφημη φοράδα του Κορίνθιου Φειδώλα που νίκησε στα Ίσθμια, αν και ο οδηγός της έπεσε από το άρμα, και που της έστησαν άγαλμα.6. Στον πληθυντικό, Α. λέγονται οι κόρες του Βορέα, προσωποποίηση των ελαφρών ανέμων. Τις παρίσταναν ως νέες που ίππευαν κύκνους και χρησιμοποιούσαν τους πέπλους τους για πανιά. Ήταν 6 και είχαν 6 αδελφούς. Παραλλαγή του μύθου τις εμφανίζει ως κόρες του Αιόλου και της Αμφιθέας.IIΟνομασία τεσσάρων οικισμών.1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 137 κάτ.), στην πρώην επαρχία Αλεξανδρουπόλεως του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλεξανδρουπόλεως.2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 57 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σερβίων.3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 56 κάτ.) στην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ενιππέα.4. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 472 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαμπάκας.* * *η (AM αὔρα)1. η ελαφρά και δροσερή πνοή του ανέμου που έρχεται κυρίως από τη θάλασσα, αεράκι2. η πνιγμονή που προηγείται από την επιληπτική κρίσηνεοελλ.φρ.1. «απόγεια αύρα» — η αύρα που πνέει από τη στεριά προς τη θάλασσα2. «θαλάσσια αύρα» — η αύρα που πνέει από τη θάλασσα προς τη στεριά, ο μπάτηςαρχ.1. η ψύχρα του πρωινού2. ούριος, ευνοϊκός άνεμος κατά το ταξίδι3. το θυμίαμα των θυσιών4. τρεμούλα, ανατριχίλα, ανατρίχιασμα5. φρ. «μετάτροπος αὔρα» ή «μετάτροποι αὖραι» — το ευμετάβλητο των ανθρωπίνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η αύρα συνδέεται με τη λ. αήρ*, αν και ο συσχετισμός αυτός δεν ερμηνεύει τη δομή και τη σημασία της λ. αύρα, αφού ο όρος αήρ σήμαινε κυρίως «την ομίχλη». Επίσης η υπόθεση κατά την οποία ο τ. αύρα προέρχεται από θ. *∂2e-w∂1- που συνδέεται με το θ. *ϑ2w-e∂1- > άημι «φυσώ» (πρβλ. αρχ. ινδ. vati), δεν δικαιολογεί την κύρια σημασία της λ. αύρα «δροσερή και ελαφρά πνοή ανέμου», διάφορη της λ. άελλα*. Ο όρος αύρα χρησιμοποιείται άπαξ στην Οδύσσεια για να δηλώσει «το πρωινό αεράκι που σηκώνεται από ποτάμι» ενώ στον Ησίοδο αναφέρεται η θαλάσσια αύρα. Η λ., αν και σπάνια στον πεζό λόγο, απαντά στον Πλάτωνα, τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα, μεταφορική δε σημασία αποκτά κυρίως στην τραγωδία (Ευριπίδης). Τέλος, ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει την αύρα ως «το δροσερό αεράκι που ανεβαίνει από το νερό»].
Dictionary of Greek. 2013.